- εντελής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, ο τέλειος σε όλα, πλήρης, ολοσχερής, ολοκληρωτικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐντελής — complete masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντελής — ές (AM ἐντελής, ές) 1. τέλειος, πλήρης («τὸν μισθὸν ἀποδώσω ντελῆ», Αριστοφ.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον μέγιστο βαθμό, απόλυτος μσν. φρ. «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος αρχ. 1. (για άνθρ.) ο τέλεια… … Dictionary of Greek
ἐντελῆ — ἐντελής complete neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐντελής complete masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐντελής complete masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελέστερον — ἐντελής complete adverbial comp ἐντελής complete masc acc comp sg ἐντελής complete neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελεστάτων — ἐντελής complete fem gen superl pl ἐντελής complete masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελεστέρων — ἐντελής complete fem gen comp pl ἐντελής complete masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελεστέρως — ἐντελής complete masc acc comp pl (doric) ἐντελής complete comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελέα — ἐντελής complete neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐντελής complete masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελές — ἐντελής complete masc/fem voc sg ἐντελής complete neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελέστατα — ἐντελής complete adverbial superl ἐντελής complete neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)